H απομαγνητοφωνιμένη ομιλία του κ.Γεώργιος ΑΠΟΣΤΟΛΑΚΗΣ, με θέμα "Ορθόδοξοι προβληματισμοί για την Ιεραποστολή" στην ετήσια τακτική Γεν.Συνέλευση της Πορείας Αγάπης.
Aκούστε την εδώ
Αγαπητοί αδελφοί
σας ευχαριστώ που με τιμήσατε να μιλήσω στην ετήσια σύναξή σας και να σας εκθέσω τις φτωχές μου σκέψεις και προβληματισμούς στο σπουδαίο κεφάλαιο της Εκκλησίας που λέγεται «Ιεραποστολή».
Γιατί πράγματι η ιεραποστολή δεν είναι μία απλά μία καλή ανθρώπινη δραστηριότητα. Είναι ένας από τους ιδρυτικούς σκοπούς της Εκκλησίας. Αναφέρεται στην εξάπλωση του Ευαγγελίου, δηλαδή των προϋποθέσεων σωτηρίας, σε όλο τον κόσμο. Συνιστά δράση θεμελιώδη, θεοκίνητη θα λέγαμε πράξη, αφού βασίζεται στους λόγους του Χριστού: “Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος…”.
Δεν είναι θεσμός ανθρώπινος. Είναι αποστολή της Εκκλησίας σε όλο τον κόσμο. Οι ιεραπόστολοι σήμερα, άρα και εσείς που συνδράμετε το έργο τους, εκφράζουν τον ωραίο, αγνό και γνήσιο ενθουσιασμό των πρώτων χριστιανών για την άφοβη διάδοση του Ευαγγελίου.
Σήμερα διακρίνουμε την ιεραποστολή σε εξωτερική και εσωτερική. Λέγοντας “εξωτερική” συνήθως εννοούμε τη διάδοση του Ευαγγελίου στους μη βαπτισμένους και “εσωτερική” στους βαπτισμένους χριστιανούς. Η Εκκλησία της Ελλάδος, ο λαός της φτωχής «Ελλαδίτσας», εξακολουθεί και σήμερα να ενισχύει ιεραποστολές στην Αφρική και στην Ασία και στη Λατινική Αμερική και απανταχού του κόσμου. Αλλά και η εσωτερική ιεραποστολή είναι πάντοτε αναγκαία. Είτε γίνεται με το κήρυγμα είτε με την κατήχηση. Η πίστη των νεοελλήνων δυστυχώς έχει σοβαρά υποβιβασθεί και ο ορθόδοξος ζήλος έχει ισχυρά μειωθεί.
Γι’ αυτό σήμερα, περισσότερο από ποτέ, κληρικοί και λαϊκοί, ο κάθε πιστός, καλείται να συντρέξει στο έργο της σωτηρίας όχι μόνο του εαυτού του αλλά και των αδελφών του. Καλείται να γίνει ένας ιεραπόστολος. Είναι εντολή, ανάγκη, καθήκον, υποχρέωση. Όσο περισσότερο αγαπάς το Χριστό, αγαπάς και το Ευαγγέλιό του και θέλεις να το διαδώσεις προς κάθε συνάνθρωπο. Ένας τέτοιος χριστιανός φλέγεται από ανιδιοτελή, θυσιαστική και εκστατική αγάπη που τον κάνει να χαίρεται τη διακονία, την προσφορά, την κακουχία, το μαρτύριο. Η ιεραποστολή δεν μπορεί να είναι κάτι έκτακτο παρά μόνο κάτι μόνιμο.
Αν δεν υπάρχει στην εκκλησιαστική κοινότητα αυτή η φλογερή αγάπη, αν αντικατασταθεί από ένα χλιαρό δήθεν ιεραποστολικό ακτιβισμό και πολύ περισσότερο αν επικρατήσει μια ιεραποστολική αδράνεια και ποιμαντική αδιαφορία για τη σωτηρία των ανθρώπων, τα συμπτώματα αυτά φανερώνουν σοβαρή ασθένεια του εκκλησιαστικού σώματος. Λέγεται αλλοτρίωση και νοσηρή εκκοσμίκευση.
Η ιεραποστολή δεν εργάζεται για ν’ αυξήσει θρησκευτικούς οπαδούς, να καταλάβει εκκλησιαστικούς χώρους και επαρχίες, να καυχάται για την ποσότητα και το μέγεθος του έργου της. Η ουσία της είναι μία ταπεινή και σεμνή διακονία προς πολλαπλασιασμό των σεσωσμένων, γιατί όχι και των αγίων. Η ιεραποστολή κυρίως σώζει ψυχές αθάνατες. Δεν ασχολείται με ιδεολογίες, με κοινωνικές αλλαγές, με πολιτικά παιχνίδια, με οικονομικά συστήματα. Η Ιεραποστολή όπως και η Εκκλησία είναι μια μητρική αγκαλιά και θέλει και μπορεί να τους αναπαύσει όλους. Η ιεραποστολή πρέπει πάντοτε να εργάζεται σωτηριολογικά και μεταμορφωτικά. Πρωτίστως. Δευτερευόντως βοηθά, ανακουφίζει υλικές ανάγκες, διαδίδει πολιτισμό.
Γι’ αυτό το μεγάλο πρόβλημα της εποχής μας αναφορικά με την ιεραποστολή δεν είναι οι οργανωμένες αποστολές, η ανάπτυξη και αύξηση τους· Το πρόβλημα εντοπίζεται στα πρόσωπα των ιεραποστόλων. Είναι οι ιεραπόστολοι διάδοχοι (ως προς το πνεύμα και τους τρόπους) των αγίων Αποστόλων; Είναι οι εμπνευσμένοι και ενθουσιώδεις «αναχωρητές» αντίστοιχοι με τους κήρυκες των πρώτων αποστολικών χρόνων, της ένδοξης εποχής των μαρτύρων της Εκκλησίας και της μετά την παύση των διωγμών λαμπρής περιόδου;
Πρέπει να παραδεχτούμε ότι η Εκκλησία, στην καλλίτερη και πλέον παραγωγική ιεραποστολική της έκφραση, ελάχιστα βασιζόταν σε οργανισμούς ή ιεραποστολικές επιτροπές ή εταιρείες. Βασιζόταν σ’ εκείνες τις πυρακτωμένες ψυχές που ήταν έτοιμες να αναχωρήσουν από τη βεβαιότητα του οίκου και της πατρίδας, ήταν έτοιμες να αφήσουν τα πάντα στο εγκόσμιο περιβάλλον τους, κι’ αυτό γιατί δεν μπορούσαν ν’ αντισταθούν στην εσωτερική ώθηση που λάμβαναν τόσο μέσα από την προσωπική τους συνείδηση, όσο και μέσα από την εκκλησιαστική τους κοινότητα.
Γι’ αυτό δεν είναι σωστό, δεν είναι ορθόδοξο να διαχωρίζουμε, να αυτονομούμε την ιεραποστολή από την Εκκλησία, όπως ορθόδοξα την αντιλαμβανόμαστε. Δεν μπορούμε και δεν πρέπει να αποχωρίσουμε την ιεραποστολή από τη συζήτηση σχετικά με την φύση της Εκκλησίας και την ενότητά της. Η ιεραποστολή είναι όπως είπαμε στην αρχή μία ενέργεια της Εκκλησίας. Σ΄ αυτό έγκειται η αγιότητα και η δύναμή της.
Ας το διαπιστώσουμε και αγιογραφικά. Οι Πράξεις των Αποστόλων στο Δ’ κεφάλαιο μας πληροφορούν ότι, όταν το Συνέδριο των Ιουδαίων άφησε ελεύθερους τους αποστόλους Πέτρο και Ιωάννη, απειλώντας τους όμως με τιμωρίες αν συνέχιζαν να κηρύττουν, αυτοί δεν αυτονομήθηκαν από τη λοιπή Εκκλησία και δεν αντιμετώπισαν μόνοι και προσωπικά το ζήτημα του κηρύγματος, αλλά γύρισαν στους αδελφούς και τους ανακοίνωσαν τα καθέκαστα. Τότε η Εκκλησία ξέσπασε σε προσευχή, που το κύριο αίτημά της ήταν να ενισχύσει ο Θεός τους Αποστόλους «μετά παρρησίας πάσης λαλείν τον λόγον σου». Και το αίτημα εισακούστηκε. Ο τόπος που προσεύχονταν σάλεψε και « επλήσθησαν άπαντες Πνεύματος Αγίου, και ελάλουν τον λόγον του Θεού μετά παρρησίας» (δ’ 31).
Αυτή είναι η ζωντανή εμπειρία της Εκκλησίας. Η εμπειρία αυτή, θεμελιωμένη πάνω στη δύναμη της προσευχής, έκαμε τους Αποστόλους να ζητούν αυθόρμητα από τους πιστούς να τους συμπαραστέκουν με προσευχές στο έργο της ιεραποστολής.
Διότι ο ιεραπόστολος δεν ενεργεί ποτέ ως μονάδα, σαν ένα είδος ακροβολιστή, ελεύθερου σκοπευτή και ατομικού μαχητή. Ενεργεί ως μέλος της Εκκλησίας, ως ενταγμένος στην Εκκλησία, δηλαδή στο σώμα του Χριστού. Επομένως, το έργο του, όσο κι αν διακρίνεται από μεγάλα κατορθώματα, δεν είναι έργο δικό του, αλλά έργο της Εκκλησίας. Της Εκκλησίας που, όπως στα αποστολικά χρόνια, συνεχίζει να προσεύχεται γι αυτόν. Της Εκκλησίας που φυτεύεται από αυτόν και διευρύνεται για να περιλάβει στον αμπελώνα της και άλλα κλήματα.
Συμπερασματικά, πρέπει να έχουμε κατά νου, ιδιαίτερα οι ασχολούμενοι αμέσως ή εμμέσως με τα της ιεραποστολής, ότι ιεραποστολή αυτονομημένη από τη δομή της όλης, της καθολικής (με την ορθόδοξη έννοια) Εκκλησίας, δεν είναι ευλογημένη. Διότι η ιεραποστολή δεν είναι υπέρ την Εκκλησία ούτε παρά την Εκκλησία αλλά εν τη Εκκλησία και γι’ αυτό δοξάζει και αναπαύει την Εκκλησία.
Ένα δεύτερο ζήτημα που θέλω να αναδείξω στην αγάπη σας είναι και το ακόλουθο: Ξεκινώντας ο ιεραπόστολος την αγία δράση του πρέπει να έχει ξεκάθαρα μέσα του τα όρια μεταξύ εκκλησιαστικής ιεραποστολής και εκκλησιαστικού ιμπεριαλισμού. Η ιεραποστολή είναι μία γνήσια, αληθινή κίνηση που εκπηγάζει μέσα από τη χαρισματική ζωή της Εκκλησίας και εκφράζεται από ένα πρόσωπο (ή και από ένα σύλλογο προσώπων) που είναι αφιερωμένο στην Εκκλησία και αγωνίζεται να ενσωματώσει το συνάνθρωπο που ακόμη δεν γνώρισε το Χριστό, το μη-χριστιανό, στη Μία και Αγία Εκκλησία του Χριστού, ενώ ταυτόχρονα σέβεται τις τοπικές του συνθήκες και την ανθρώπινη κατάστασή του. Δεν δρα μέσα από ένα ιδιαίτερο και αυτονομημένο από τη λοιπή Εκκλησία ιεραποστολικό σώμα, αλλά δρα εν επιγνώσει εξ ονόματος του σώματος του Χριστού που είναι η Εκκλησία Του. Αυτός είναι ο αυθεντικά αποστολικός και γι’ αυτό ορθόδοξος, γνήσιος τύπος ιεραπόστολου. Υπάρχει όμως και ένας άλλος τύπος ιεραπόστολου. Αυτός που πάει μεν με το σκοπό να διακονήσει και να μαρτυρήσει, αλλά λειτουργεί μέσα από φιλανθρωπικές οργανώσεις και κηρύσσει μαζί με το Ευαγγέλιο ένα ορισμένο πολιτιστικό υπόβαθρο, το οποίο έχει παραλάβει από την πατρίδα του και του φαίνεται ότι είναι χριστιανικό. Διακινδυνεύει έτσι, μαζί με το Ευαγγέλιο, και τη μεταφορά κοσμικών στοιχείων και επιζητεί την επιβολή τους ως μέσων απαραίτητων για τη μετάδοση του Ευαγγελίου ή ως σημείων του κηρύγματός του. Διακονώντας παρουσιάζει ως χριστιανικό πρότυπο τον πολιτισμό της πατρίδας του, το δικό του πολιτισμό. Αυτό το είδος της -καλά οργανωμένης και οικονομικά ενισχυμένης- ιεραποστολικής δραστηριότητας προτάσσει ουσιαστικά όχι το κήρυγμα του αυθεντικού Ευαγγελίου αλλά το κήρυγμα ενός ευρωπαϊκού ή αμερικανικού Ευαγγελίου και καλεί τους εκτός Ευαγγελίου συνανθρώπους, που έχουν έναν άλλο πολιτισμό, μία άλλη κουλτούρα και έναν άλλο τρόπο ζωής, να μιμηθούν τον ευρωπαϊκό ή αμερικανικό τρόπο ζωής, απορροφώντας έτσι το Ευαγγέλιο μέσα στο δικό του πλην ξενόφερτο πολιτιστικό υπόβαθρο. Τούτο συμβαίνει ιδίως όταν η ιεραποστολή διενεργείται από ομάδες, που ήδη, στις ιδιαίτερες πατρίδες τους, έχουν απαρνηθεί τα ουσιαστικά μέσα της μυστηριακής ζωής της αποστολικής Εκκλησίας ή όταν διενεργείται σε μέρη όπου εργάζονται ιεραποστολικά άλλες εκκλησίες. Υπονοώ τις ιεραποστολές των Παπικών και των Προτεσταντών. Αυτές είναι ιεραποστολές μιας άλλης μορφής: Ενώ θέλουν να διακονούν την υπόθεση του κηρύγματος του λόγου του Θεού, ωστόσο από τον τρόπο της δράσης και του κηρύγματος έκδηλο γίνεται ότι εκφράζουν ιμπεριαλιστικές, ομολογιακές και εθνικιστικές τάσεις. Η αίρεση πάντα θα αρνείται την καθολικότητα και, συνεπώς, και την υπερεθνικότητα, κινούμενη σε πλαίσια σαφώς φυλετικά και εθνικιστικά. Αυτό είναι ευδιάκριτο στην πορεία της «χριστιανικής» Ευρώπης και του δυτικού κόσμου ευρύτερα.
Το ξαναλέμε: Ο αυθεντικά αποστολικός χαρακτήρας της ιεραποστολής βασίζεται στην φτώχεια του Ιερ-Αποστόλου, στην αδυναμία του, που δεν έχει τα μέσα για την ίδια του την επιβίωση, αλλά τρέφεται ακόμα κι από εκείνους στους οποίους κηρύσσει. Αλλά το όπλο του είναι παντοδύναμο και αυτό είναι ο Λόγος του Θεού κι ακόμα, η Χάρη του Θεού που μεταδίδεται από το Άγιο Πνεύμα.
Γι’ αυτό αδελφοί μου πρέπει να είμαστε προσεκτικοί. Στις χώρες της Ιεραποστολής είμαστε υποχρεωμένοι «να πορευόμαστε», να ξεκινούμε, να πηγαίνουμε και να ενεργούμε, σύμφωνα με αυτήν την αλάθητη και αυθεντική παράδοση της καθόλου Εκκλησίας, παραμερίζοντας τις διάφορες παραδόσεις των επί μέρους τοπικών Εκκλησιών, που οργανώνουν ή πραγματοποιούν μία ιεραποστολική κίνηση ή «πορεία». Δηλαδή δεν κινούμεθα και δεν ενεργούμε σύμφωνα με τις παραδόσεις, τις συνήθειες, τα έθιμα, τις υποδείξεις, τις εντολές και τους νόμους της τοπικής – εθνικής Εκκλησίας, από την οποία προέρχεται το ιεραποστολικό σώμα (και που συνήθως το στηρίζει οικονομικά) αλλά σύμφωνα με την Παράδοση (τους όρους, τους κανόνες) της καθόλου Εκκλησίας. Αυτό σημαίνει αυτομάτως ότι δεν ενεργούμε ως εντολοδόχοι ενός κράτους ή έθνους, μίας τοπικής-εθνικής Εκκλησίας ή ενός σωματείου και συλλόγου, αλλά ως εντολοδόχοι μιας υπερ-εθνικής αρχής. Σημαίνει αυτομάτως ότι δεν ενεργούμε ως απεσταλμένοι, ως διπλωμάτες ως τεχνοκράτες, ως πολιτικοί ή ως στρατιωτικοί ενός ορισμένου κράτους, που θέλει να επιβληθεί ή να επεκταθεί, είτε εδαφικά, είτε οικονομικά, είτε πολιτικά, είτε ακόμη και πολιτιστικά, αλλά ενεργούμε ως αντιπρόσωποι, ως απεσταλμένοι ενός οικουμενικού και υπερ-χρονικού και γι’ αυτό αιωνίου οργανισμού, ενός υπεράνω τόπου και χρόνου κινήματος, του κινήματος της διαδόσεως του Ευαγγελίου του Χριστού, του κινήματος των πιστών που από την ημέρα της Πεντηκοστής μέχρι σήμερα και από σήμερα έως συντελείας του αιώνος διαχρονικά κάνουν πράξη την εντολή του Χριστού «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη …»
Έτσι ο ιεραπόστολος δεν θα κατηγορηθεί ότι ασκεί κατακτητική Ιεραποστολή, ιμπεριαλιστική πολιτική και τακτική. Διότι δεν κλήθηκε στην ιεραποστολή για να κάνει δικούς του οπαδούς ή οπαδούς της τοπικής εθνικής εκκλησίας του ή του κράτους και έθνους που τον απέστειλε. Προσέξτε τι παραγγέλλει ο Κύριος προς τους ιεραποστόλους Του: «Μαθητεύσατε πάντα τα έθνη», δηλαδή κάνετε τα έθνη μαθητές μου, όχι δικούς σας μαθητές, κάνετε αυτούς οπαδούς μου, όχι δικούς σας οπαδούς, κάνετε μέλη της Εκκλησίας μου, του Έθνους του αγίου, όχι του έθνους του δικού σας. Ας προσέξουμε ότι το «μαθητεύω» δεν έχει την απλή έννοια του «διδάσκω», αλλά έχει την ευρύτερη και γενικότερη που δίνουμε πιο πάνω. Αυτό φαίνεται σαφώς από τη σύνταξη και τη συνέχεια του χωρίου που λέει «μαθητεύσατε… βαπτίζοντες… και διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα όσα ενετειλάμην υμίν». Τούτο σημαίνει: «Κάνετε όλα τα έθνη μαθητές μου με το βάπτισμα και τη διδασκαλία τηρήσεως των εντολών μου». Κάνετέ τους, λοιπόν, μαθητές μου και υπηκόους μου, όχι δικούς σας υπηκόους. Γι’ αυτό και λέει στη συνέχεια: Να τους βαπτίζετε «στο όνομα του Πατέρα μου και το δικό Μου και του Αγίου Πνεύματος», και όχι στο όνομα το δικό σας ή του κράτους σας.
Δεν πρέπει όμως να παραβλέψουμε και το γεγονός, ότι η εντολή αυτή του Ι. Χριστού είναι απόρροια και συνέπεια του ότι δόθηκε σ’ Αυτόν «κάθε εξουσία στον ουρανό και στη γη». Διότι μαρτυρεί ο ίδιος: «Εδόθη μοι πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί της γης. Πορευθέντες ουν (=λοιπόν) μαθητεύσατε πάντα τα έθνη…». Αυτό το συμπερασματικό «ούν» = λοιπόν, αυτό σημαίνει, αυτό το αποτέλεσμα δηλώνει. Ο Κύριος δεν αποστέλλει τους εργάτες Του σε «αλλότριο», σε ξένο έδαφος. Δεν είναι, ούτε γίνεται κατακτητής ξένης γης. Τους στέλνει σε επικράτεια, σε χώρο που Του ανήκει. Το λέγει άλλωστε και ο Δαυίδ: «Του Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής, η οικουμένη και πάντες οι κατοικούντες εν αυτή» (Ψαλμ. 23,1. Πρβλ. Α΄ Κορ. 10,26).
Μία ειδικότερη παράμετρος του προβληματισμού αυτού είναι και η ακόλουθη: Πώς και με ποία μέσα θα γίνει η διάδοση και πρόσληψη του ευαγγελικού μηνύματος από τους μη χριστιανούς; Θα γίνει με την στανική επιβολή; Με την πειθώ αποκλειστικά και την απόλυτη ελευθερία κατά το λόγο του Κυρίου «‘οστις θέλει οπίσω μου ελθείν»; Δικαιολογείται ίσως και κάποιου είδους «πίεση» και πώς εννοείται αυτή;
Η απάντηση έρχεται μέσα από το Ευαγγέλιο και μάλιστα από ένα εκ πρώτης όψεως παρεξηγήσιμο χωρίο. Αυτό το χωρίο αναφέρεται στην παραβολή (ουσιαστικά προτροπή του Κυρίου) περί της κλήσεως των εθνών και αναφέρεται ευθέως στην ιεραποστολική δραστηριότητα.
Λουκ. 14
16 Ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· ἄνθρωπός τις ἐποίησε δεῖπνον μέγα καὶ ἐκάλεσε πολλούς·
17 καὶ ἀπέστειλε τὸν δοῦλον αὐτοῦ τῇ ὥρᾳ τοῦ δείπνου εἰπεῖν τοῖς κεκλημένοις· ἔρχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα.
18 Καὶ ἤρξαντο ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες. Ὁ πρῶτος εἶπεν αὐτῷ· ἀγρὸν ἠγόρασα, καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτόν· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον.
19 Καὶ ἕτερος εἶπε· ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε, καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον.
20 Καὶ ἕτερος εἶπε· γυναῖκα ἔγημα, καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναμαι ἐλθεῖν.
21 Καὶ παραγενόμενος ὁ δοῦλος ἐκεῖνος ἀπήγγειλε τῷ κυρίῳ αὐτοῦ ταῦτα. τότε ὀργισθεὶς ὁ οἰκοδεσπότης εἶπε τῷ δούλῳ αὐτοῦ· ἔξελθε ταχέως εἰς τὰς πλατείας καὶ ρύμας τῆς πόλεως, καὶ τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀναπήρους καὶ χωλοὺς καὶ τυφλοὺς εἰσάγαγε ὧδε.
22 Καὶ εἶπεν ὁ δοῦλος· κύριε, γέγονεν ὡς ἐπέταξας, καὶ ἔτι τόπος ἐστί.
23 Καὶ εἶπεν ὁ κύριος πρὸς τὸν δοῦλον· ἔξελθε εἰς τὰς ὁδοὺς καὶ φραγμοὺς καὶ ἀνάγκασον εἰσελθεῖν, ἵνα γεμισθῇ ὁ οἶκος μου.
24 Λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεταί μου τοῦ δείπνου.
Σύμφωνα με την παραβολή αυτή, φαίνεται ότι στον αγώνα για τη μετάδοση του Ευαγγελίου δικαιολογείται κάποιο είδος ηθικής ή λογικής πιέσεως και εξαναγκασμού που στην πραγματικότητα όμως δεν είναι, εξαναγκασμός γιατί τελικά οδηγεί στην ελευθερία. Το χωρίο συγκεκριμένα λέει: «Ανάγκασον εισελθείν», εννοεί τους ευρισκόμενους στα έθνη, πίεσε «τους εξ εθνών» να εισέλθουν στον οίκο μου, στο δείπνο μου, στην Εκκλησία μου, στη μοναδική βασιλεία μου.
Για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε ορθά την προτροπή αυτή (ειδικά το «ανάγκασον»), πρέπει να λάβουμε υπόψη μας συνολικά το λόγο του Κυρίου και ειδικότερα την εξής ρήση Του: «Ἔλεγεν οὖν ὁ Ἰησοῦς πρὸς τοὺς πεπιστευκότας αὐτῷ Ἰουδαίους· ἐὰν ὑμεῖς μείνητε ἐν τῷ λόγῳ τῷ ἐμῷ, ἀληθῶς μαθηταί μού ἐστε, καὶ γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν, καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς.» (Ιω. 8,31-32).
Επομένως, η τήρηση των εντολών του Θεού, του λόγου του Θεού, ή αλλιώς η διατήρηση, η γνώση και η βίωση της αληθείας, έχει ως καρπό, ως αποτέλεσμα, την ελευθερία. Ποιά όμως ελευθερία; Όχι την εξωτερική ελευθερία αλλά την εσωτερική. Την ελευθερία που νοείται ως απελευθέρωση από τα δεσμά της δουλείας, της φθοράς και του θανάτου. Μπορεί να είσαι δούλος και να γεύεσαι μία τέτοια ελευθερία που δεν την έχει το ελεγχόμενο από τα πάθη του αφεντικό σου.
Δεν πρέπει όμως να αφήσουμε ασχολίαστη και την τελική πρόταση της ευαγγελικής περικοπής που περιέχει την εντολή για την διάδοση του Ευαγγελίου (εννοώ το «πορευθέντες μαθητεύσατε»). Η περικοπή αυτή αποτελεί μία Δεσποτική, μία αυθεντική υπόσχεση και διακήρυξη και συγχρόνως ένα απελευθερωτικό μήνυμα: «καὶ ἰδοὺ ἐγὼ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. » Σφραγίζεται δε με το Δεσποτικό και γι’ αυτό ανεπίδεκτο αμφιβολίας «Ἀμήν» με το οποίο ολοκληρώνεται το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο (Ματθ. 28,20).
Επιστρέφοντας τώρα στο «ανάγκασον» («ποίησον», έχει άλλη γραφή, αντί «ανάγκασον») αντιλαμβανόμαστε ότι το νόημά του είναι: Να τους κάνεις να εισέλθουν στην Εκκλησία, να γνωρίσουν και να «γευθούν» την πραγματική αλήθεια και ζωή, γιατί έτσι θα ελευθερωθούν.
Διαφορετικά, αν δεν είχε αυτό το νόημα και δεν απέβλεπε σε ένα τέτοιο αποτέλεσμα η παραγγελία αυτή του Ιησού, θα νόμιζε κανείς ότι έρχεται σε αντίθεση προς το πνεύμα της ελευθερίας που επαγγέλλεται το Ευαγγέλιο. Επί πλέον εύλογα θα διερωτάτο: Πώς γίνεται να αντιφάσκει η Αγ. Γραφή; Δεν είναι θεόπνευστη; Το «ένα και το αυτό άγιον Πνεύμα» δεν εφώτισε τους συγγραφείς της;
Βεβαίως, για να είναι εναρμονισμένο το «ανάγκασον» προς το όλο πνεύμα της ελευθερίας του Ευαγγελίου και της Εκκλησίας δεν πρέπει να έρχεται σε αντίθεση προς άλλες εντολές, αλλά να κινείται μέσα σε πλαίσια του Ευαγγελίου και των ι. κανόνων. Π.χ. δεν μπορεί ένας ιεραπόστολός (κληρικός ή λαϊκός) να χτυπάει έναν αφρικανό για να τον αναγκάσει να γίνει χριστιανός. Γιατί έχουμε τον κζ΄ αποστολικό κανόνα που ορίζει: «Ο επίσκοπος, ή ο πρεσβύτερος, ή ο διάκονος, ο οποίος χτυπάει πιστούς χριστιανούς, οι οποίοι αμαρτάνουν, ή απίστους, οι οποίοι αδίκησαν, και με τέτοια μέσα θέλει να τους φοβίζει, να καθαιρείτε· γιατί πουθενά δεν μας το δίδαξε αυτό ο Κύριος· αντιθέτως δε, όταν αυτός εχτυπάτο, δεν ανταπέδιδε το χτύπημα, όταν βριζόταν, δεν ανταπέδιδε τις βρισιές, όταν έπασχε, δεν απειλούσε».
Η ιδιότυπη αυτή, λοιπόν, πίεση συνίσταται σε ένα λόγο ή ένα επιχείρημα πειστικό, σε ένα παράδειγμα φωτεινό, ή σε ένα θαύμα αληθινό, και ενεργείται στις περιπτώσεις εκείνες που ο μη χριστιανός θέλει να γνωρίσει την αλήθεια, η θέλησή του είναι βέβαιη και θετική για την αλλαγή του, αλλά αντιστρατεύονται σ’ αυτή η δειλία η φυσική ή η φυλετική, καθώς και η δουλεία σε κατώτερες ή ενστικτώδεις διαθέσεις και πάθη.
Με αυτήν την ερμηνεία, με αυτήν τη σχέση αληθείας εν Χριστώ και ελευθερίας, η οποία, νομίζουμε, είναι και η πιο πραγματική, αληθινή και κατορθωτή, κατανοείται και εναρμονίζεται προς το όλο πνεύμα της Αγ. Γραφής
Η Ορθόδοξη Ιεραποστολή, λοιπόν, εφ’ όσον δεν έχει άλλο σκοπό, παρά να ελευθερώσει τον άνθρωπο, να τον απελευθερώσει από τα δεσμά της αμάθειας και της αμαρτίας, από τη δουλεία της πλάνης, της φθοράς και του θανάτου, γνωρίζοντάς του την αλήθεια και κάνοντάς τον ζωντανό μέλος της Εκκλησίας του Χριστού, όπου υπάρχει το πνεύμα του Κυρίου και η ελευθερία, δεν είναι ιμπεριαλιστικό κίνημα, αλλά σαφώς απελευθερωτικό.
Επομένως η Ορθόδοξη Ιεραποστολή δεν είναι μόνο φαινομενικά απελευθερωτικό κίνημα, αλλά είναι και πραγματικά απελευθερωτικό κίνημα. Και αντιστρόφως: Αν δεν είναι (πραγματικό) απελευθερωτικό κίνημα, δεν είναι ορθόδοξη, δεν είναι ειλικρινής, δεν είναι αληθινή.
Θα μπορούσαμε λοιπόν παραφράζοντας το κείμενο να πούμε «Πορευθέντες, λοιπόν, απελευθερώσατε πάντα τα έθνη»
Ένα τρίτο και τελευταίο ζήτημα που ήθελα να τονίσω, γιατί αφορά άμεσα την ιεραποστολή, είναι αυτό που ονομάζουμε «φυλετικές διακρίσεις και Ορθοδοξία».
Σήμερα, στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης, βιώνουμε μια χειροπιαστή σύγκλιση της ανθρωπότητας σε παγκόσμιο επίπεδο. Σύγκλιση οικονομική, πολιτική, ιδεολογική και πολιτιστική, ενώ ταυτόχρονα διαφαίνεται μια σύγκλιση ανθρωπολογική. Οι μαζικές μετακινήσεις των πληθυσμών που λαμβάνουν χώρα στις ημέρες μας συντελούν σ’ αυτό.
Έτσι, ο όρος «φυλετική διάκριση» δεν αφορά πλέον μόνο την κρίση στις σχέσεις συμβιώσεως λευκών και μαύρων, όπως, π.χ. στη Νότια Αφρική, αλλά κάτι το πολύ ευρύτερο, όπως την αντίληψη για ύπαρξη αξιολογικής διακρίσεως μιας φυλής από άλλη ή ενός έθνους από άλλο. Θυμίζουμε, για την τελευταία περίπτωση την άποψη για την ποιοτική ανωτερότητα της Αρείας φυλής που οδήγησε στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.
Ποιά όμως είναι η στάση απέναντι στο φαινόμενο αυτό της Ορθόδοξης Εκκλησίας;
Στην Παλαιά Διαθήκη η διάκριση μεταξύ των ανθρώπων δεν ήταν στην ουσία της φυλετική αλλά θρησκευτική. Δηλαδή ο αλλόφυλος, αν γινόταν προσήλυτος και περιτεμνόταν, μπορούσε να γιορτάσει μαζί με τους Εβραίους το Πάσχα ( Εξοδ. 12,48), να τηρήσει το Σάββατο ( Εξοδ. 20,10) και να μετάσχει στην εορτή του Εξιλασμού ( Λευϊτ. 1 6,29). Αλλά κι αν δεν ήταν προσήλυτος, αλλά απλός ξένος ή πάροικος, ήταν αποδεκτός και προστατευόταν (Γεν. 18,2-9 Λευϊτ. 19,10 23,22 Δευτ. 1,16 10,18 Κριτ. 19,20 εξ.).
Μετά την επιστροφή των Εβραίων από την εξορία τους στη Βαβυλώνα τα πράγματα έγιναν πιο αυστηρά. Όσοι επέστρεψαν, υποχρέωσαν τους ντόπιους Εβραίους να διώξουν τις μη Ιουδαίες γυναίκες τους (2 ΄ Εσδρ. 1 0,3′ 11 Νοεμ. 20,31) για να διασφαλιστεί η καθαρότητα της φυλής από τους ξένους. Στην εποχή του Χριστού η σχέση των Ιουδαίων με το μη ιουδαϊκό περιβάλλον είχε οξυνθεί πολύ και συχνά υπήρχαν εξεγέρσεις με αιματηρά επακόλουθα.
Ο Χριστός προετοίμαζε τους μαθητές του για το οικουμενικό μήνυμά Του. Οι Σαμαρείτες, που για τους Ιουδαίους ήταν αιρετικοί και δεν τους συναναστρέφονταν (Ιω. 4,9 8,48) αντιμετωπίζονταν από τον Χριστό διαφορετικά. Δεν απέφευγε να περνά από τη Σαμάρεια (Λουκ. 9,52, Ιω. 4,4 5,7). Στην παραβολή του για τον καλό Σαμαρείτη τον τοποθέτησε ηθικά πάνω από τον Εβραίο ιερέα (Λουκ. 1 0,33). Στο θαύμα της θεραπείας των δέκα λεπρών σημειώνεται ότι ο μόνος που επέστρεψε να ευχαριστήσει τον Χριστό ήταν Σαμαρείτης (Λουκ. 17,16). Η συζήτηση με τη Σαμαρείτισσα (Ιω. 4,40), που είχε ως αποτέλεσμα να πιστέψουν πολλοί σ’ Αυτόν (Ιω. 4,40), υπήρξε μεγάλο μάθημα για τους μαθητές του.
Αλλά και προς τους εθνικούς ειδωλολάτρες συμπεριφέρθηκε ανάλογα. Θυμίζουμε το θαύμα με τη Χαναναία (Ματ. 1 5,28) και με το δούλο του εκατοντάρχου της Καπερναούμ, για την πίστη του οποίου εξέφρασε το θαυμασμό του (Ματ. 8,10).
Στις ομιλίες του καυτηρίαζε την απιστία των Ιουδαίων που κατά την τελική κρίση θα διωχθούν από τον Θεό και τη θέση τους θα την καταλάβουν τα έθνη (Λουκ. 1 3,28 Βλ. Ματ. 21,41 43 και 13,32). Σαφής ήταν επίσης η ιεραποστολική εντολή του για τη διάδοση του Ευαγγελίου του στα έθνη (Μαρ. 1 6,1 5 Ματ. 28,19 Πραξ. 1,8).
Όπως έγινε με το κήρυγμα των Αποστόλων την Πεντηκοστή, όπου πολλές από τις γλώσσες ήταν «βαρβαρικές», έτσι ο Απ. Παύλος κήρυξε το Ευαγγέλιο, όχι μόνο στους Έλληνες, αλλά και στους «βαρβάρους». Τούτο το αισθανόταν ως υποχρέωση του: « Έλλησί τε και βαρβάροις… οφειλέτης ειμί» (Ρωμ. 1,14). Η εν Χριστώ ισότητα των βαρβάρων προς τους Έλληνες και τους Ρωμαίους ήταν για τον Απόστολο δεδομένη: «… ουκ ένι Έλλην και Ιουδαίος… βάρβαρος, Σκύθης, δούλος, ελεύθερος…» (Κολ 3,11).
Θέλω να συμπληρώσω το θέμα αυτό με μια συνοπτική αναφορά της Αποκαλύψεως, που περιγράφει το αμέτρητο πλήθος των πιστών και επιγράφεται: Ἡ ὅρασις τῶν λυτρωμένων εἰς τὸν οὐρανόν «9 Μετὰ ταῦτα εἶδον, καὶ ἰδοὺ ὄχλος πολύς, ὃν ἀριθμῆσαι αὐτὸν οὐδεὶς ἐδύνατο, ἐκ παντὸς ἔθνους καὶ φυλῶν καὶ λαῶν καὶ γλωσσῶν, ἑστῶτας ἐνώπιον τοῦ θρόνου καὶ ἐνώπιον τοῦ ἀρνίου, περιβεβλημένους στολὰς λευκάς, καὶ φοίνικες ἐν ταῖς χερσὶν αὐτῶν·10 καὶ κράζουσι φωνῇ μεγάλῃ λέγοντες· ἡ σωτηρία τῷ Θεῷ ἡμῶν τῷ καθημένῳ ἐπὶ τοῦ θρόνου καὶ τῷ ἀρνίῳ.»
Επίσης, συμπληρωματικά, από το πλήθος των αναφορών των Πατέρων της Εκκλησίας μας στον άνθρωπο επέλεξα να σας αναφέρω μόνο μια γενική άποψη του Ιωάννου του Χρυσοστόμου για τη σημασία του ανθρώπου: Είπε το στόμα του το χρυσό και έγραψε η γραφίδα του η αδαμάντινη: «Δεν περιφρονώ κανένα άνθρωπο. Κι αν ένας είναι, είναι άνθρωπος, το σπουδαίο δημιούργημα του Θεού. Κι αν είναι δούλος, δεν τον καταφρονώ. Δεν εξετάζω το αξίωμα, αλλά την αρχή, δεν ερευνώ ποιος είναι δεσπότης και ποιος δούλος, αλλά την ψυχή. Κι αν είναι ένας, είναι άνθρωπος, για τον οποίο φτιάχτηκε ο ουρανός και φωτίζει ο ήλιος και τρέχει η σελήνη και ο αέρας διαχέεται και οι πηγές αναβλύζουν και η θάλασσα απλώθηκε και οι προφήτες απεστάλησαν και ο νόμος δόθηκε. Αλλά τι χρειάζεται να πούμε τόσα πολλά; Γι’ αυτόν ο μονογενής Υιός του Θεού έγινε άνθρωπος…» (Ρ G 48,1029Β).
Ύστερα από τα παραπάνω γίνεται απόλυτα σαφές ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία, ακολουθώντας τον ιδρυτή της, όχι μόνο δεν αρνήθηκε τη φυλετικότητα, αλλά την αναγνώρισε και την προστάτευσε. Γι’ αυτό και ο ορθόδοξος ιεραπόστολος τη σέβεται, δεν ρατσιστής και στο πρόσωπο του άλλου, του αλλογενούς ή αλλοεθνούς, βλέπει το πρόσωπο του Χριστού, για τον οποίο άλλωστε εξήλθε από την πατρώα γη του.
Αυτές τις φτωχές και τετριμμένες αλλά ελπίζω πάντα χρήσιμες σκέψεις ήθελα να καταθέσω στην αγάπη σας και σας ευχαριστώ που με ακούσατε. Θέλω από την καρδιά μου να σας συγχαρώ για το θεάρεστο έργο σας, για το οποίο εντυπωσιάσθηκα όχι μόνο για το μέγεθός του αλλά κυρίως για το αδιαφήμιστο και το ταπεινό του εγχειρήματος.
Καλή ιεραποστολική χρονιά!
Γεώργιος Αποστολάκης
(Πηγή http://omothimadon.gr/?p=38513)